- κακογενής
- κᾰκο-γενής, ές,A base-born, τὸ κ. D.C.44.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακογένης — κακογένης, ὁ (Μ) αυτός που δεν έχει γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γένης (< γένι[ν]), πρβλ. μακρο γένης, πυκνο γένης] … Dictionary of Greek
κακογενής — κακογενής, ές (Α) αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. κοινο γενής, νεο γενής] … Dictionary of Greek
κακογενές — κακογενής base born masc/fem voc sg κακογενής base born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek